προκαταλύω

προκαταλύω
Α [καταλύω]
1. καταλύω, καταργώ κάτι εκ τών προτέρων («ἐν ἄλλων τιμωρίαις προκαταλύειν τοὺς νόμους», Θουκ.)
2. παρακωλύω, εμποδίζω («εἰ μέτριος εἴη ὁ πυρετὸς ὥστε μὴ προκαταλῡσαι τὴν δύναμιν τοῡ νοσοῡντος», Γαλ.)
3. αναπαύομαι προηγουμένως
4. μέσ. προκαταλύομαι
(κυρίως για έχθρα ή πόλεμο) σταματώ εκ τών προτέρων
5. φρ. «προκαταλύω τὸν βίον τοῡ ἔργου» — πεθαίνω πριν από την ολοκλήρωση τού έργου μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκαταλυόντων — προκαταλύω break up pres part act masc/neut gen pl (epic) προκαταλύω break up pres imperat act 3rd pl (epic) προκαταλῡόντων , προκαταλύω break up pres part act masc/neut gen pl προκαταλῡόντων , προκαταλύω break up pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλύει — προκαταλύω break up pres ind mp 2nd sg (epic) προκαταλύω break up pres ind act 3rd sg (epic) προκαταλύ̱ει , προκαταλύω break up pres ind mp 2nd sg προκαταλύ̱ει , προκαταλύω break up pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλύουσιν — προκαταλύω break up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προκαταλύω break up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προκαταλύ̱ουσιν , προκαταλύω break up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλύηται — προκαταλύω break up aor subj pass 3rd sg (epic) προκαταλύω break up pres subj mp 3rd sg (epic) προκαταλύ̱ηται , προκαταλύω break up pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλύειν — προκαταλύω break up pres inf act (attic epic) προκαταλύ̱ειν , προκαταλύω break up pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλύεσθαι — προκαταλύω break up pres inf mp (epic) προκαταλύ̱εσθαι , προκαταλύω break up pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλύεται — προκαταλύω break up pres ind mp 3rd sg (epic) προκαταλύ̱εται , προκαταλύω break up pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλύοντες — προκαταλύω break up pres part act masc nom/voc pl (epic) προκαταλύ̱οντες , προκαταλύω break up pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλελύσθαι — προκαταλύω break up perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταλυθεῖσα — προκαταλύω break up aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”